- ραιγιόν
- το искусственный шёлк
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραιγιόν — Υφάνσιμη τεχνητή ίνα, η παραγωγή της οποίας στηρίζεται στην ιδιότητα της κυτταρίνης να διαλύεται σε διάφορα αλκαλικά ή αμμωνιακά διαλύματα, σχηματίζοντας μια ιξώδη μάζα ως μέλι, η οποία, όταν περάσει από τριχοειδείς οπές, στερεοποιείται εύκολα.… … Dictionary of Greek
ραιγιόν — το βλ. το σωστό ρεγιόν, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλκαλοκυτταρίνη — ή αλκαλοκελουλόζη ή νατροκυτταρίνη ή νατροκελουλόζη, η (Υφαντ.) προϊόν που λαμβάνεται με εμβάπτιση κυτταρίνης σε διάλυμα καυστικού νατρίου. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή τού ραιγιόν βισκόζης … Dictionary of Greek
ρεγιόν — και ραιγιόν, το, Ν είδος συνθετικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rayon, τ. ανώμαλα σχηματισμένος από τη λ. ray «ακτίνα» (< λατ. radius «ακτίνα»] … Dictionary of Greek
σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή … Dictionary of Greek
υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… … Dictionary of Greek
οξικό οξύ — Άχρωμο υγρό έντονης οσμής, του οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα άνθρακα τέσσερα υδρογόνου και δύο οξυγόνου (χημικός τύπος CH3COOH). Βρίσκεται σε χαμηλό ποσοστό (5 8%) στο ξίδι οικιακής χρήσης και έχει ευρεία βιομηχανική εφαρμογή στις… … Dictionary of Greek